Όνειρα ανεκπλήρωτα, επιθυμίες ανομολόγητες…

By: Gregory Chronopoulos
Year of Publication: 2017
Κάποτε, που λες, απογοητευμένος από το στείρο ξενητεμό μου, είπα να πάω πίσω μήπως βρω στέρεο χώμα να σταθώ... Όμως... Ούτε ελπίδα, ούτε ασφάλεια! Η όλη εκείνη πόπειρα έγινε σεισμός! Πήγα και στην Ευρώπη και τότε ο φίλος μου ο Στέλιος μου είπε. “Αδερφέ μου, που γυρίζεις, τι  ζητάς; Αυτό που ψάχνεις, μόνο μέσα σου θα το βρεις”. Αυτό είναι το φιλικό χέρι, δεν έχει να σου δώσει υλικά πράγματα, έχει κατανόηση και στοργή. Κι' εγώ εκείνο το σεισμό μου τον έζησα μονάχος και κρυφά. Κι' επήρα την απόφαση του γυρισμού, αναγκαστικά και φριχτά βεβαιωμένος πως, έτσι είναι, αυτή είναι η δική μου η ζωή! Κι' έσκυψα στις βιοτικές μέριμνες, ξεγελόντας τη μοναξιά μου με επουσιώδη κάτι σαν παιδικά παιγνίδια...

*-*-*-*-*-*-

Πολλά τα ψυχολογικά κίνητρα, πολλά και τα αποθημένα, κι ο Παλαμάς είπε, “όλα του ανθρώπου είναι ιερά για το συμπάθιο είναι όλα”.

Κι’ είναι τόσα πολλά εκείνα τα προσωπικά, εκείνα τα απωθημένα, τα κρυφά κι’ απόκρυφα στον καθένα. Είτε όνειρα ανεκπλήρωτα, είτε χαρές, ή και πληγές από λάθη, παραπατήματα, αδικήματα, επιθυμίες ανομολόγητες, τόσα και τόσα καταχωνιασμένα  και κουκουλωμένα και ατομικά που δεν θέλουμε, δεν χρειάζεται να δούνε το φως… Κάποιος, κάπου, κάποτε… έλεγε ένα παλιό τραγούδι της Βέμπο…”τώρα πια συνήθισα κι’ ούτε πια λυπάμαι…”.

Μένουν μόνο κάποιες μνήμες να μας κρατάνε το μαντήλι στο χορό της θύμησης, το χορό της νοσταλγίας, της μοναξιάς. Κι’ έρχονται κάτι πρόσωπα γελαστά και με ρυτίδες και με αγάπη, όπως τα κράτησε η μνήμη, η ίδια η νιότη, όλο ζωντάνια και χαρά κι’ ελπίδα να μας τραγουδήσει… και μια φορά είναι η λεβεντιά… και μια φορά τα νιάτα….

Ναι, τα ζήσαμε με στέρηση, μα τα ζήσαμε. Και δεν είναι τα υλικά που θα τα κάνουν όμορφα. Είναι αυτό που νιώθεις. Εκείνο είναι η ουσία, το συναίσθημα, το τι νιώθεις, πώς το νιώθεις.

Επίτρεψέ μου, φίλε να σου πω κάτι, εμπιστευτικά. Σε βλέπω να αντιριέσαι “εμπιστευτικά δημόσια;” Ναι, μωρέ, όλοι φίλοι είμαστε, από τον ίδιο δρόμο ερχόμαστε. Είναι από εκείνα τα κλεισμένα στο μπαούλο, κάτω-κάτω, σαν ξερά πες τώρα λουλούδια και γάζες με ξεραμένο αίμα από πληγές αλλοτινές.

Κάποτε, που λες, απογοητευμένος από το στείρο ξενητεμό μου, είπα να πάω πίσω μήπως βρω στέρεο χώμα να σταθώ… Όμως… Ούτε ελπίδα, ούτε ασφάλεια! Η όλη εκείνη πόπειρα έγινε σεισμός!

Πήγα και στην Ευρώπη και τότε ο φίλος μου ο Στέλιος μου είπε. “Αδερφέ μου, που γυρίζεις, τι  ζητάς; Αυτό που ψάχνεις, μόνο μέσα σου θα το βρεις”. Αυτό είναι το φιλικό χέρι, δεν έχει να σου δώσει υλικά πράγματα, έχει κατανόηση και στοργή. Κι’ εγώ εκείνο το σεισμό μου τον έζησα μονάχος και κρυφά. Κι’ επήρα την απόφαση του γυρισμού, αναγκαστικά και φριχτά βεβαιωμένος πως, έτσι είναι, αυτή είναι η δική μου η ζωή! Κι’ έσκυψα στις βιοτικές μέριμνες, ξεγελόντας τη μοναξιά μου με επουσιώδη κάτι σαν παιδικά παιγνίδια. Και το τραγούδησα, για να μην πω το μοιρολόγησα. Δεν είναι μοναδική η περίπτωση, είναι το πως το ζει καθένας. Γι’ άλλους μια περιπέτεια, γι΄ άλλους σεισμός και σημαδούρα, σφραγίδα  στο οικοδόμημα της ζωης τους.

Όταν εξέσπασε στα στήθια μου ο σεισμός, κανείς δεν είδε το μεγάλο χαλασμό. Τον έκρυβε εκείνο το βιασμένο χαμόγελο και η αγάπη.

Η μάνα ήθελε το γέλιο μου, πώς ν΄ αρνηθείς στη μάνα σου τον ήλιο; Ο πατέρας την αποκατάσταση, πως ν΄ αρνηθείς στο γέρο σου πατέρα την ελπίδα; Η αδελφή το στήριγμά σου. πώς ν΄ αρνηθείς την συμπαράσταση; Και εκείνη η γριά γιαγιά, η ψυχομάνα, που πότιζε το γιασεμί και μέτραγε τα χρόνια με τα χελιδόνια πώς να της πεις τα χελιδόνια δεν θα ξαναρθούν; Κι’ ήταν κι’ εκείνη η ψυχαδερφή, που κρατούσε ένα άσπρο περιστέρι. Κανείς ποτέ δεν μου έδωσε ένα τέτοιο δώρο. Πως να αρνηθείς, αλλά και  πως να φορτώσεις τα βάρη τα δικά σου σε ένα άσπρο περιστέρι;

– Γιώργο, συγγνώμη, δεν μπορώ να προχωρήσω, δεν ξέρω αν τελικά στο δώσω για δημοσίευση, Όχι πως δεν θέλω να ξέρουν κι άλλοι τα πρσωπικά μου, δεν νομίζω πως ενδιαφέρουν κανένα, αλλά ποτέ δεν προσπάθησα να φανώ άλλος από αυτός που είμαι. Τέτοιες κουβέντες κάναμε με τον καλό φίλο εκείνους τους καιρούς της μοναξιάς και της απομόνωσης. Και η παρέα  μας ήταν περισσότερο αλληλογραφική. Ένας ωραίος άνθρωπος με περιεχόμενο, καλά αισθήματα και αρχές.

Έφυγε κι αυτός όπως και η… ψυχαδερφή απ΄τη ζωή μου. Εκείνη -μου είπανε- τραγουδούσε…”τα τρένα που φύγαν – αγάπες μου πήρανε… ποια μοίρα τις μοίρανε”. Χαθήκαμε για χρόνια, γερόντισα κι αυτή τώρα, χήρα και με μια κοπέλα να την φροντίζει είναι ακόμα φίλη κι αδερφή. Μου είπε χθες στο τηλέφωνο, κάποτε δεν θ΄απαντήσει το τηλέφωνο, κάποτε. Γιώργο, το ξέρεις, το περιμένεις, μα να το ακούς!

Αυτά είναι τα πλούτη μου, φίλε μου, η σοδειά μου από τη ζωή η οικογένεια κι οι φίλοι, τα ακριβά μου θυμητάρια που απόχτησα. Το σημερινό μου ποίημα είναι από την τελική φυγή.

Συγνώμη, φίλε μου καλέ, παρασύρθηκα, άμα μιλάω μαζί σου, μιλάω μ΄ εμπιστοσύνη και παρασύρομαι. Ελα, μωρέ, μη γκρινιάζεις, είσαι κι’ εσύ κάπου εκεί μέσα στο σεντούκι με τους διαλεχτούς… Κι αυτοί που μας διαβάζουν δεν είναι αυτοί  που βλέπουν πρώτα και μόνο τα πολιτικά και το ποδόσφαιρο, έχουν κατανόηση.

 

ΤΟ ΣΤΕΡΝΟ ΑΝΤΙΟ

Μόνο η αρμύρα έμεινε στη αμμουδιά

και το ψυχρό το δειλινό

με συντροφιά τη θλίψη.

Στ΄ακρούρανο πια χάθηκε

καπνός, σημάδι, ελπίδα

απ΄το στερνό ταξίδι

του “Χριστίνα”.

 

Έφυγε,

μ΄ ένα μαντήλι στο κενό,

μ΄ ένα  θλιμένο αντίο.

 

Και καθώς πήρε να νυχτώνει

στην άδεια προκυμαία του νησιού,

βγήκε απ΄ τη θάλασσα η μοναξιά

κι απ΄ το βουνό κατέβηκε η γαλήνη

και κέντησαν στα δίχτυα των ψαράδων

μια μόνο λέξη, καρτερία!

 

Tο ξέρεις δεν θα ξαναρθεί

δεν έχει άλλο καράβι.

Μα κι αν,

αξίζει το ταξίδι μ΄ άλλο πλοίο;

 

Εδώ, σε τούτο το νησί θα ζήσεις,

άλλο πια μη ζητήσεις,

έκλεισε ο κύκλος της ζωής!

Στην αμμουδιά της σιωπής

θα ξεχαστείς και θα ξεχάσεις…

 

Απόσπασμα από τη στήλη του Γρηγόρη Χρονόπουλου και του Γιώργου Χατζηβασίλη Ένας φίλος ήρθε απ΄τα παλιά΄που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Κόσμος τον Φεβρουάριο του 2017

 

Share this

error: Content is protected!